Κατερίνα Γώγου μια αληθινή ποιήτρια…και η σημασία του να παραμένεις άνθρωπος!
- 4 Οκτωβρίου 2018
- Rous News
- Καταχωρήθηκε στο Άρθρα πολιτισμούΜουσικά Νέα - ΆρθραΠρόσωπα
Κατερίνα Γώγου (1 Ιουνίου 1940 – 3 Οκτωβρίου 1993)
Μια αληθινή ποιήτρια…και η σημασία του να παραμένεις άνθρωπος!
Κατερίνα Γώγου….
Κόρη
Γυναίκα
Μητέρα
Ηθοποιός
Ποιήτρια
Σκεπτικίστρια
Άνθρωπος
Ψυχή βασανισμένη, πνιγμένη σε ουσίες και ποτό.
Άνθρωπος που τον άγγιζαν τα προβλήματα της χώρας της, του τόπου της, των φίλων της.
Άνθρωπος παγιδευμένος σε μύθους και ιστορίες ίσως και σε ρόλους, έφτιαχνε το δικό της κόσμο, με τους δικούς της νόμους, με τα δικά της θέλω.
Άλλες φορές προσπαθούσε να ξεφύγει από τα εμπόδια που έβαζε στον εαυτό της και άλλες πάλι όρθωνε μεγαλύτερα εμπόδια.
Άλλες φορές την έπιανε το παράπονο, έπεφτε στην λύπηση ή έπεφτε σε αυτό το τρίπακι που πέφτουν όλοι όσοι κάνουν κατάχρηση ουσιών.
Έπιασε πάτο και σηκώθηκε και ξανά έπεσε….
Προς το τέλος του βιβλίου καταλάβενες το πόλεμο που γινόταν μέσα της… ένιωθες την απόγνωση στο να λυτρωθεί, να ελευθερωθεί… το έλεγε και η ίδια… “Κουράστηκα”
Πολέμησε με τους δράκους της και αυτό το πόλεμο το έκανε Ποίηματα….
Το “Τώρα να δούμε εσείς τι θα κάνετε” (περιλαβάνει όλες τις ποιητικές συλλογές της σ’ ένα βιβλίο) είναι η βιογραφία της μέσα από τα θολωμένα μάτια της Κατερίνας.
Που άλλες φορές κοιτούσαν με ρεαλισμό και άλλες φορές κοιτούσαν με σουρεαλισμό….
H Κατερίνα Γώγου επέλεξε να φύγει όπως και όταν αυτή γούσταρε! Ας είναι καλά εκεί που διάλεξε να κατασκηνώσει την ψυχή της!
«Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά. Δεν θέλω να γίνω μελό, δεν πουλάω τα παιδικά μου χρόνια, ούτε τα πρόσφατα... Ελπίζω. Αν δεν ελπίζω εγώ, ποια θα ελπίζει; Είμαι μάχιμη. Ουαί και αλίμονο αν αυτό δεν είναι στη ζωή.Έγραφα γιατί ήταν μια αναγκαιότητα για μένα. Έχω όμως και ένα παράπονο άκου το: Τον Νικόλα Άσημο – ελεύθερος σκοπευτής ήταν – τον δολοφόνησαν, τον Παύλο Σιδηρόπουλο το ίδιο η μόνη επιζωσα είμαι εγώ και πρέπει να αντέξω.» Κ. Γώγου.
Η κατερίνα Γώγου δεν έκανε ποίηση, ήταν η ίδια ποίηση. Έγραφε από και για την ψυχούλα της. Έγραφε γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, για να μην εκραγεί, για να μην τρελαθεί, όπως έλεγε κι η ίδια. Έκανε τον πόνο της και τις απογοητεύσεις της στίχο. Αληθινή όπως ο πόνος της, η κραυγή της, η απελπισία της, η απόγνωσή της. Μέσα από το γράψιμό της προσπαθούσε να βρει διεξόδους. Οι στίχοι της σου μιλάνε, όταν την διαβάζεις είναι σα να τα λέει σε σένα, σε κανέναν άλλο.
Έγινε μια κραυγή απελπισίας απέναντι στο σύστημα αξιών της εποχής της και είχε ιδιαίτερη απήχηση στους νέους ανθρώπους. Αιώνια οργισμένη έφηβη και αυτή, με μια φωνή αυθεντική και ιδιαίτερη.
Ήταν και ηθοποιός, ταλαντούχα μάλιστα, είχε πάρει μέρος σε 50 ταινίες. Ερωτηθείς σε συνέντευξη , τι άλλο θέλει να κάνει από το να γράφει, είχε απαντήσει:
”Η Κατερίνα θέλει να κάνει ταινίες, να παίξει ξανά θέατρο. Η Κατερίνα θέλει να ερωτευτεί, θέλει να ζήσει, θέλει τους φίλους της πίσω…”
Η Κατερίνα Γώγου δεν ήταν ποιήτρια του περιθωρίου
Αρκετοί προσπάθησαν να μειώσουν την ποιητική αξία και ανθρώπινη υπόστασή της Κατερίνας Γώγου, λόγω των εξαρτήσεων που είχε. Η Κατερίνα Γώγου, δεν ήταν ποιήτρια του περιθωρίου.
Η Γώγου με το ασυμβίβαστο του χαρακτήρα της και την έντονη προσωπικότητά της – πάντα απουσίαζε από ανθολόγια ποιητών της γενιάς της.
Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων, την αποκάλεσε ο πρώην Υπουργός και ποιητής, Τηλέμαχος Χυτήρης.
Η ποίησή της διακρίνεται από μία προφορικότητα στο λόγο, κάτι το οποίο έλειπε στα γραπτά της εποχής. Εκεί έγκειται και η μεγάλη αμεσότητά της.
Δεν ακολουθεί τους λογοτεχνικούς κανόνες της εποχής. Επίσης δεν ενδιαφέρθηκε να ασπαστεί το ”πολιτικά ορθό” στην ποίηση. Το αναφέρει και σε ποίημά της:
«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω ποιητής. Μην κλειστώ στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν.»
Δεν υψώνει κανένα τείχος μεταξύ τέχνης και ζωής. Η ίδια συμμετέχει ενεργά με τη δράση της στην κοινωνία και κάνει τέχνη πολιτική.
Η Κατερίνα κατάφερε τέχνη και ζωή να τα κάνει ένα. Συνήθιζε να λέει πως γράφει από αγανάκτηση για το κακό και από αγάπη για τον άνθρωπο και τη ζωή.
Όταν την ρώτησαν πως ξεκίνησε να γράφει απάντησε:
”Αισθανόμουνα μια μουγκαμάρα. Επικοινωνία από πουθενά, από τίποτα. Είχαν πονέσει οι μασέλες μου από το να μη μιλάω. Κι όταν άρχισα να γράφω, νόμισα ότι θα σπάσει το στιλό. Τόσο πάθος είχα γι’ αυτά που ήθελα να πω.”
Ήταν εκτός από οποιουδήποτε τύπου εκδοτικά και καλλιτεχνικά κυκλώματα. Δεν την ένοιαξαν ποτέ οι δημόσιες σχέσεις, γι’ αυτό και σπανίως γινόταν λόγος για κείνη στα ΜΜΕ.
Κατάφερε παρόλ’ αυτά κάτι μοναδικό. Το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Τρία κλικ αριστερά» (1978), πούλησε πάνω από 40.000 αντίτυπα – και σύμφωνα με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη, αυτό τον αριθμό άγγιζαν μόνο οι ποιητικές συλλογές του Γ. Ρίτσου και του Ο. Ελύτη.
Η συλλογή αυτή μεταφράστηκε και στ΄αγγλικά («Three clicks left») από τον Jack Hirschman και κυκλοφόρησε στην Αμερική to 1983, από τις εκδόσεις «Night Horn Books» του San Francisco και έγινε ανάρπαστη στην Αμερική.
ΒΙΒΛΙΑ Κατερίνας Γώγου.
«Τρία κλικ αριστερά» (1978, 17 εκδόσεις, Εκδόσεις Καστανιώτη)
«Three clicks left» (1983, εκδόσεις «Night Horn Books»)
«Ιδιώνυμο» (1982, 15 εκδόσεις, Εκδόσεις Καστανιώτη)
«Το ξύλινο παλτό» (1982, 10 εκδόσεις), (Εκδόσεις Καστανιώτη)
«Απόντες» (1986, 4 εκδόσεις) (Εκδόσεις Καστανιώτη)
«Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών» (1988, Εκδόσεις Καστανιώτη)
«Νόστος» (1990) (Εκδόσεις Λιβάνη)
Μεταθανάτιες κυκλοφορίες
«Με λένε Οδύσσεια» (έκδοση μετά το θάνατό της 2002, Εκδόσεις Καστανιώτη).
«Νόστος», (Εκδόσεις Καστανιώτη, Επανέκδοση 2004)
ΑΝ ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ
“Αν καμιά φορά με πιάσεις να λέω ψέματα
– σταμάτα να σου πω –
μη βιάζεσαι και με λες ψεύτρα..
Είναι τώρα που δεν μπορώ να ξεχωρίσω πια και μπερδεύω το όνειρο και που αρχίζει η αλήθεια….”
—
ΓΙΑ ΑΥΤΟ ΑΝ ΤΥΧΕΙ ΚΑΙ Μ’ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ
Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο -παιδιακίσα πράγματα-
τον Ιούλιο κάποτε
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ .
Κι εκεί.
—
ΕΜΕΝΑ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ (ΤΡΑΜΠΑΛΑ ΣΤΙΣ ΤΑΡΑΤΣΕΣ)
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
που κάνουν τραμπάλα στις ταράτσες ετοιμόρροπων σπιτιών
Εξάρχεια, Πατήσια, Μεταξουργείο, Μετς
Κάνουν ό,τι λάχει
Πλασιέ τσελεμεντέδων κι εγκυκλοπαιδειών
Φτιάχνουν δρόμους κι ενώνουν ερήμους
Διερμηνείς σε καμπαρέ της Ζήνωνος
Επαγγελματίες επαναστάτες
Παλιά τους στρίμωξαν και τα κατέβασαν
Τώρα παίρνουν χάπια και οινόπνευμα να κοιμηθούν
αλλά βλέπουν όνειρα και δεν κοιμούνται
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
στις ταράτσες παλιών σπιτιών
Εξάρχεια, Βικτώρια, Κουκάκι, Γκύζη
Πάνω τους έχετε καρφώσει εκατομμύρια σιδερένια μανταλάκια
τις ενοχές σας,
αποφάσεις συνεδρίων,
δανεικά κοστούμια,
σημάδια από κάφτρες
περίεργες ημικρανίες,
απειλητικές σιωπές
κολπίτιδες
ερωτεύονται ομοφυλόφιλους
τριχομονάδες
καθυστέρηση
Το τηλέφωνο
σπασμένα γυαλιά
Το ασθενοφόρο
Κανείς…
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
Κάνουν ό,τι λάχει
Όλο ταξιδεύουν οι φίλοι μου
γιατί δεν τους αφήσατε σπιθαμή για σπιθαμή
Όλοι οι φίλοι μου ζωγραφίζουν με μαύρο χρώμα
γιατί τους ρημάξατε το κόκκινο
Γράφουν σε συνθηματική γλώσσα
γιατί η δική σας μόνο για γλύψιμο κάνει
Οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά και σύρματα
στο λαιμό σας, στα χέρια σας
Οι φίλοι μου…
Εμένα οι φίλοι μου είναι μαύρα πουλιά
Εμένα οι φίλες μου είναι σύρματα τεντωμένα
—-
ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ
Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω «ποιητής»
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μαρξ…
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί… ε;… μιαν άλλη μέρα…
—
Α ΡΕ ΣΥΝΤΡΟΦΕ (ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ)
Μισθωτή εργασία – κεφάλαιο
o ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού
η προδομένη Eπανάσταση
ά ρε Σύντροφε πόσο μας λείπεις…
Ο καιρός σκουλήκιασε
πυρηνικές δοκιμές, λαϊκά μέτωπα, μπορντέλα
(πάει κι η Πορτογαλία)
υπερπαραγωγές των καθολικών και της μαφίας
γίνανε πολυεθνικές, δεν μας αφήνουν ν’ αγαπήσουμε
Σύντροφε.
Χαφιέδες ανεβαίνουν τα σκαλιά μας
σκυλιά στα γήπεδα, μπορούν όποτε γουστάρουν
να μας κατεβάσουν το βρακί να μας πηδήξουν
Ειρηνική Συνύπαρξη και Σοσιαλισμός σε μιά χώρα
α, ρε Σύντροφε να ‘ξερες τι βαρύ φορτίο κουβαλάμε…
Οι δίκες της Μόσχας, κανένας δεν άντεξε
έμεινες ολομόναχος
κι ο κόσμος ήτανε κουρασμένος, κει πάνω χτυπήσανε.
Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Κι έπειτα συνεργαστήκανε. Τα ξέρεις, τι να σου πω.
Στην Κίνα, Γενάρης του ’77, σφάζουν Εργάτες,
κι αυτό φτάνει εδώ σαν ποίημα του Μάο
(τα πρόσωπα πάλι λένε φταίνε) α ρε Σύντροφε
γιατί δεν πρόσεχες πιο πολύ;
Εδώ, τα ίδια. Κρύβονται στο καβούκι τους οι άνθρωποι
Τα ΚΚ είναι 2 και χιλιάδες οι ερμαφρόδιτοι
«επαναστάτες».
Έτσι καί λίγο φανείς μπόσικος πέρασες απέναντι.
Μη νοιάζεσαι όμως. Θα τα καταφέρουμε.
Μόνο να, καμιά φορά κουράζομαι εγώ,
δεν εχω και δουλειά, με πιάνει το παράπονο καληώρα,
κι είναι τότε που λείπεις πιο πολύ,
τότε που σε «μαλώνω» γιατί δεν πρόσεχες
και που δεν ντρέπομαι να κλάψω
και να γράφω ποιήματα
Σύντροφε που δεν πρόδωσες
ζούμε την βαρβαρότητα.
—
ΘΑ΄ΡΘΕΙ ΚΑΙΡΟΣ
“Θα ‘ρθεί καιρός που θ’ αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ’ η ελπίδα
άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά `μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι καταπίεση μοναξιά τιμή κέρδος εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή
παρ’ όλα αυτά Μαρία.”
—
ΠΑΕΙ ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ
Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σού `χα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
Κι ούτε που θα σε ξαναδώ.
—
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ
Καμιά φορά ανοίγει η πόρτα σιγά σιγά και μπαίνεις.
Φοράς άσπρο κάτασπρο κουστούμι και λινά παπούτσια.
Σκύβεις βάζεις στοργικά στη χούφτα μου
72 φράγκα και φεύγεις.
Έχω μείνει στη θέση που μ’ άφησες
για να με ξαναβρείς.
Όμως πρέπει νά `χει περάσει πολύς καιρός
γιατί τα νύχια μου μακρύνανε
κι οι φίλοι (μου) με φοβούνται.
Κάθε μέρα μαγειρεύω πατάτες
έχω χάσει τη φαντασία μου
κι όταν ακούω “Κατερίνα” τρομάζω.
Νομίζω πως πρέπει να καταδώσω κάποιον.
Έχω φυλάξει κάτι αποκόμματα με κάποιον
που λέγανε πως είσαι συ.
Ξέρω πως λένε ψέματα οι εφημερίδες,
γιατί γράψανε πως σου ρίξανε στα πόδια.
Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια.
Στο μυαλό είναι ο στόχος,
το νου σου ε;
—
ΆΣΠΡΗ ΕΙΝΑΙ (Για την αποκατάσταση του μαύρου)
Άσπρη είναι η αρία φυλή
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.
—
ΠΩΣ ΜΕ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΕΤΣΙ
Πώς με κοιτάζει έτσι
αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι…
Πώς θροΐζει μέσα μου
αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι…
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά τι θέλει το φεγγάρι…
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου
μού διογκώνει το Εγώ μου…
Ποιανής σελήνης έκλειψη
ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου
άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου…
πώς με κοιτ…
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης…
—
ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΩ
Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο
που νάχει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ’ η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
πούναι βρώμικα
και γώ
να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ νάσαι φίλος. Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
καί το κονιάκ νάναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ’ το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω – έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ’ αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε
Μονόλογος από την ταινία Παραγγελιά (1980).
—
ΔΕΝΤΡΟ ΗΜΟΥΝΑ
Δέντρο ήμουνα κι έσπασα.
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά
γιατί εκεί τρέχανε τα ξεστρατισμένα παιδιά
να παίξουνε τους κρεμασμένους.
Μπορεί δίκαια…
Προκάλεσα με πάθος τη ζωή.
Ασέβησα δυο φορές γιατί τους ήξερα τους Νόμους.
άσκησα την όραση για μακριά
κι έχασα τα κοντινά μου.
—
ΡΙΖΑ ΜΕ ΛΕΝΕ ΤΩΡΑ
Προκάλεσα με πάθος την ζωή.
Ασέβησα δύο φορές γιατί τους ήξερα τους νόμους.
Τώρα πληρώνω με ντροπή
χωρίς σκυλί, χωρίς ραβδί
πηγαίνω ανάμεσά στους γόννους
Τώρα πληρώνω με ντροπή
Δέντρο ήμουνα κι έσπασα
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά.
Ρίζα με λένε τώρα.
Και ήρθανε και λιώσανε
τα νύχια του αετού απ’ τη μοναξιά
το ράμφος του αετού απ’ τη μοναξιά
Ρίζα με λένε τώρα.
Ρίζα με λένε τώρα.
Ρίζα με λένε τώρα…
—
ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΠΑΛΟΝΙ
Σε ενοχοποιούν
όχι τόσο οι πράξεις σου
σε ενοχοποιούν οι σκέψεις
οι σχέσεις σου
κάτι χαμόγελα που έσβησες
κάτι μαλακισμένες εικόνες που κουβαλάς
σχεδόν ηλιοβασίλεμα.
Σε ενοχοποιεί η αθωότητά σου
και αυτά που της χρωστάς.
Κάτι λάθη
και κάτι πάθη.
Και έτσι είσαι ζωγραφισμένος
σ’ ένα κόκκινο μπαλόνι που ανεβαίνει
δε μιλάει
ανεβαίνει πάνω απ’ την πόλη.
Εσύ Τζιμάκο, πήγες
θα’ φαγες ραδίκια
αλλά τώρα κανείς σας δεν είναι…
Κόμπος πατέρα…
Κι εγώ βρούβες και βρούβες και βρούβες.
Και πάλι μάσησα
πως έχω εσάς
να μην κλαίω – και ούτε ΑΝΑ-σφάλειες.
Η Κατερίνα είμαι, μωρέ.
Πού στην ευχή είσαστε; Πού, ρε;
—
ΞΟΦΛΗΣΕ
Όταν ξυπνήσεις το πρωί
και δε θα βρεις στο πάτωμα
χαπάκια, πουλόβερ και σουτιέν
και χτυπήσεις με δύναμη την πόρτα
χωρίς ν’ ακούσεις πίσω σου το υστερικό μου `’σκασμός”
μη βάλεις τα κλάματα και πας για να με βρεις
στην παιδική φωτογραφία μου που σε κοιτάει.Ποτέ δεν έβλεπα.
Ούτε στα ηλίθια γραφτά μου. Σου ‘χω πει ψέματα.
Πάντοτε σου ‘λεγα πως είναι όμορφοι οι άνθρωποι, τα χρώματα κι η μουσική.
Μέτρησε μόνο τα μεροκάματα που έκανα
μ’ αυτό θα μάθεις πως έζησα.
Μέτρησε έπειτα το νοίκι μας
ποτέ δε φτάνανε να το πληρώσω.
Και πόσο φως έκαψα
ψάχνοντας να βρω τρόπο.
Τράβα μετά και γύρεψε απ’ τον πατέρα σου
για τελευταία φορά χρήματα
και δώσε τα χρέη μου.
Ύστερα πλύνε τα μούτρα σου
και μην αφήσεις κανέναν να σου πει
τι απόγινε με τη μάνα σου.
Μόνο κάτω απ’ αυτές
τις ηλίθιες αποδείξεις
φτιάξε έναν ήλιο απ’ αυτούς που μόνο εσύ έχεις στο νου σου
και κάτω απ’ αυτόν
γράψε με τ’ αστεία παιδικά σου γράμματα
ξόφλησε ξόφλησε ξόφλησε
—
ΟΙ ΖΩΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΣΟΥΓΙΑΔΕΣ
Η ζωή μας είναι σουγιαδιές
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω-κάτω. Πάνω-κάτω, η Πατησίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
(Το ROL που δε ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλόκωλες.)
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξεφτίλα-μοναξιά-απελπισία. Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας. Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι’ αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε. Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μη. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο.
—
ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΓΛΥΤΩΣΕΙ
Κανείς δε θα γλιτώσει.
Κι αυτό το μακέλεμα δε θάχει
ούτε μισό μισοσβησμένο Όχι.
Θα βουλιάζουμε–βουλιάζουμε–
κατακόρυφα με 300 και βάλε
σε συφιλιδικά νερά χωρίς τέλος
με αφορισμούς και χτυπήματα στο κεφάλι
απο διαμαντένιους σταυρούς τραβεστί πατέρων
γλείφοντας
υπογράφοντας
ικετεύοντας
κι ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ.
—
ΚΟΙΤΑ ΠΩΣ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Κοίτα πώς χάνονται οι δρόμοι
μες στους ανθρώπους…
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ’ τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιο πριν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπή σου
ύστερα από δυο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μας αλλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στιλ της καρέκλας…
—
ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΟ
Με το κεφάλι θρύψαλα
από τη μέγγενη των παζαριών σας
την ώρα της αιχμής
και κόντρα στο ρεύμα
θ’ ανάψω μια μεγάλη φωτιά.
Κι εκεί θα ρίξω
όλα τα Μαρξιστικά βιβλία
έτσι που να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ
τα αίτια του θανάτου μου.
Μπορείτε να της πείτε
πως δεν άντεξα την άνοιξη
ή πως πέρασα με κόκκινο
ναι.. αυτό είναι πιο πιστευτό.
Με κόκκινο αυτό να πείτε
με κόκκινο..με κόκκινο
αυτό να πείτε…
Αυτό είναι πιο πιστευτό
με κόκκινο.. αυτό να πείτε
με κόκκινο, με κόκκινο
αυτό να πείτε.
Με κόκκινο, με κόκκινο,
με κόκκινο.
—
Η ΜΟΝΑΞΙΑ
Η μοναξιά…
δεν έχει το θλιμμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλιών «καλών» καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοϊδίσιο βλέμμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι – Αγ. Βαρβάρα – Κοκκινιά
Τούμπα – Σταυρούπολη – Καλαμαριά
Κάτω απ’ όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ’ αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοκτησία
είναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γης – εδώ κοντά είν’ η Κοτζιά –
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατέλειωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ–ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γαντζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Για τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω απ’ τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει
—
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ ΘΑ ΜΕ ΣΚΕΠΑΣΟΥΝ
Η αγάπη είναι χρώμα άσπρο διάφανο
και το σώμα της σχήμα της ευλογίας.
Κι αυτό το άλογο
ψάχνει μέσα από καπνούς
το νεκρό καβαλάρη του
μακριά να τον πάρει.
Σκέφτομαι αρχαία και σύγχρονη
οι εποχές θα με σκεπάσουν.
Έτσι δε θα πεινάω πια
και ούτε θα διψάσω
και ούτε ποιήματα θα γράφω πια.
Μόνο παρακαλώ Θεέ, των αστεριών πατρίδα
χρώμα άσπρο διάφανο ντύσε με
και το σχήμα μου το σώμα της Ευλογίας δώσε.
Είναι πολύ;
—
ΠΑΜΕ ΟΜΟΡΦΗ ΜΟΥ
Πάμε όμορφή μου εκεί που χαράζει στις κορφές
Πάμε όμορφή μου εκεί που χαράζει στις κορφές
αχνό γαλάζιο, ροζ
αχνό γαλάζιο, ροζ
Πάμε εκεί που κορίτσια γυμνά σ’ άγρια άλογα καλπάζοντας
τα μαλλιά τους ανεμίζουν
τα μαλλιά τους ανεμίζουν
κι απάνω τους σκαλώνουνε άνθια ροδακινιάς
κι απάνω τους σκαλώνουνε άνθια ροδακινιάς
και κόκκινα αστέρια
και κόκκινα αστέρια
και κόκκινα αστέρια
Αχ Παναγία Μυρτώ μου
Αχ Παναγία Μυρτώ μου
κανείς δε σ’ έχει αγαπήσει πιο πολύ
κανείς δε σ’ έχει αγαπήσει πιο πολύ
όπως μια Κατερίνα το παιδί
όπως μια Κατερίνα το παιδί
Ακούω μόνο τη βροχή
ακούω μόνο τη σιωπή
σε μια καμένη γη
σε μια καμένη γη
σε μια καμένη γη
—
ΠΟΣΟ ΝΩΡΙΣ ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΩΣ
Πόσο νωρίς φεύγει το φως απ’ τη ζωή μας αδερφέ μου…
Μέσα απ’ τ’ αλλεργικά μας βλέφαρα
αργά στα νύχια πατάει η ζωή
μπας και την πάρουμε πρέφα
μακραίνει χάνεται… κοίτα έγινε κουκίδα στρίβει γωνία… πάει…
Σκοτεινιάααα!!
Αρνητικά φωτογραφίας κοιτάω και είναι λέει άνθρωποι
κόκκινα φωτιά τα μάτια τους παγιδευμένων λύκων
νύχια δανεικά – πως τους κατάντησαν έτσι – ξένες μασέλες
βδέλλες κολλάνε στο λαρύγγι μας τραβάνε τα κουμπιά μας
μπας και τη βγάλουνε λιγάκι ακόμα.
Είναι εκείνοι του τραίνου – τους θυμάμαι καλά –
που όταν κανονίσαμε το πρώτο μας όνειρο να πάμε εκδρομή
μας πέταξαν στις τεντωμένες ράγες του ηλεκτρικού
σαν άδεια σακιά σ’ αφύλαχτη διάβαση
για υπερβάλον βάρος.
Όσοι «ζήσαμε» γραμμένο με εισαγωγικά
χιλιάδες κάνες κεντράρουνε πάνω μας
απ’ την ταράτσα του ΟΤΕ
κρύο κρύο και μελό με το μακό μας φανελάκι
κάνουμε τάχα πως έχουμε παλτό
κι ένα – είδες – όλοι μας τόχουμε –
βυσινιό νεύρο κάτω απ’ το μάτι μας βαράει ακόμα.
Πόσο ακριβή είν’ αδερφέ μου η ζωή
πόσο φτηνήνανε τα είδη κουράγιο ρε.
Μερικές φορές – μα δεν το βάζω κάτω –
έρχονται τούμπα τα αντικαταθλιπτικά
και γέρνει η παλάτζα
δεν έχει άλλο μπρος
σκύβω τότε και παίρνω στα δόντια μου
το ματωμένο μου μυαλό και πάω πίσω πίσω
γυρίζω πίσω να σωθώ
κι ύστερα δε βρίσκω το δρόμο
γιατί και κει είναι σκατά – σαν να μην τόξερα –
παντού σπασμένες σιδεριές και θραύσματα οβίδας
τρομάζω τα χάνω με το παραμικρό δεν έχω που να πάω
μονάχα η πόρτα της ΥΠΕΡΑΓΟΡΑΣ είν’ ανοιχτή
και χώνομαι μέσα
κοιτάω σαν αρπαχτικό που πάνε τα λεφτά
και την αξία χρήσης
Ντελίριουμ Τρέμενς το λεν’ αυτοί ΕΓΩ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΛΕΨΩ
Βάζω τότε μπροστά όλα τα στερεοφωνικά να παίζουν μαζεμένα
κάθε μάρκα κι άλλο σκοπό
και τα μεγάφωνα στο φουλ να σπάσουνε τ’ αφτιά τους
κι ύστερα μ’ ένα Σίγγερ ψαλιδάκι καλό
κόβω γύρω γύρω το στόμα τους το μεγαλώνω
κολλάω κει πάνω την ψυχή μου φιλί του θανάτου
και μέσα τους αδειάζω τα ψυχοφάρμακα
τα φαρμακεία τους και τους φαρμακοποιούς τους μαζί
Θάνατος στο Βυζάντιο σιχτίρ οι δυναστείες
το διάφραγμα της φίλης μου τις ειρηνικές επεμβάσεις
οι πουλημένες τραβηχτικές Kodak και Γ. Σταύρου
να πάνε να πεθάνουν
Θάνατος στους Αθάνατους
μαύρες σημαίες και κόκκινο το φως ανοίγει
– Θ’ ΑΝΟΙΞΕΙ – ο δρόμος το στόμα
τα μάτια η καρδιά και το μυαλό.
Έτσι να κάνουμε θα πέσει η πόρτα.
Κι η μηχανή με το αρχαίο φιλμ. Μη. Μη συνέχεια οι άνθρωποι
μαύρα αρνητικά και μεις ΚΑΜΕΝΟΙ ΗΛΙΟΙ.
—
ΤΩΡΑ ΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΟ ΣΥΧΝΑ
Όλο και πιο συχνά έρχονται σπίτι μου
όλο και πιο συχνά κάνουν επισκέψεις μέσα
μαζί με ένα αέρα και μία ομίχλη μπαίνουνε
οι άλλοι στο δωμάτιο καπνίζουνε φιλιούνται
Αυτοί ανάμεσά τους κάθονται με ρούχα σκούρα πένθιμα
σα σε δεξίωση μία κηδεία
Τα ρούχα τους είναι μικρά τους πάνε κοντά στα μανίκια
θα πρέπει να τα έχουνε δανειστεί από άλλους ανθρώπου ψηλούς
ή από βεστιάριο σοβαρού ρεπερτορίου
Οι άλλοι στα δωμάτια κάνουνε άχρηστα πράγματα
καπνίζουνε φιλιούνται
Παλιές ατζέντες πέτσινες με πενταψήφια νούμερα
για να προσδιορίσω το χρόνο
Μου δείχνουνε και βρεγμένες φωτογραφίες ηθοποιών
με φαγωμένα πηγούνια
Μου δείχνουνε για να μου δείξουν πως με αγαπάνε
Στη συνέχεια από ένα μακρινό τοπίο με βροχή
πίσω από ένα τζάμι η βροχή, συνέχεια κοιτάνε
Δεν έχουνε σώμα γι’αυτό δεν έχουνε λόγο
Έχουν όμως να πουν με ένα κύκλο φωτεινό σαν ήλιος στο πρόσωπο
Σιωπηλά με παροτρύνουμε εγώ να μιλήσω
Οι άλλοι στα δωμάτια κάνουν άχρηστα πράγματα
τα δόντια κροταλίζουνε τα δείχνουν σαν γελάνε
Τώρα όλο και πιο συχνά έρχονται σπίτι μου
όλο και πιο συχνά μιλάω μαζί τους όλο και πιο… ασκούμε στη σιωπή.
—
ΔΕ ΜΕΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Δε μένει κανείς σ’ αυτή την πόλη!
Δε μένει κανείς;
Τι έγινε και φύγανε οι κάτοικοι της βιαστικά
και αφήσανε τις πόρτες ανοιχτές
τα φώτα αναμμένα…
Τυφλά μεγάλα πουλιά συγκρούονται
μ’ ανοιγμένα φτερά
βαθιά τρομαγμένα
Η θάλασσα μπαίνει στην πόλη
μεθοδικά βουλιάζει τη στεριά
ένα καράβι με όρνια λεπρά
πλέει απ’ τις πόρτες
ξανοίγεται αργά… αργά…
αργά…
Τα παιδικά μου χρόνια
άκαμπτα παιδιά ξυλιασμένα
τα ξεθάβει ένας κίτρινος σκύλος
συνέχεια τα γυρνάει σε μένα
ανεβαίνουν τα νερά
τα χέρια μου σταυρώνουνε μόνα τους
σαν πεθαμένα.
Δεν είναι κανείς εδώ;
Κανένας;
Κανένας
Έναν άσπρο με άμμο δρόμο κοιτάω εμπρός.
Πάλι η ομίχλινη βάρκα με τον πέτρινο φοίνικα
και το μαρμάρινο βαρκάρη
Ένα παιδί δεν έχει αυτός ο τόπος
ΒΖΖΖΖΟΥΝΒΒΒΖΖΖΟΥΝΝΝ
Ένα παιδί;
Έλα να παίξουμε αυτοκινήτο.Έλα παιδί!
Ένα πουλί; Τσιουτσιουτσιουτσί έλα!
Έλα πουλί…
Ποια ανθρώπινη ανάμνηση με κρατάει εδώ;
Γιώργο;…
Μυρτώ;…
Ποιου τρόμου το αδικαίωτο τεκμήριο με κρατάει εδώ;
Φίλοι μου; Αδέλφια μου; Σύντροφοι;
Γιώργο…
Μυρτώ…
Ποιανού πλανήτη το τέλος το αισχρό
μ’ άφησαν σαν σκιάχτρο να τρομάζω εδώ…
Για δεν περνάω απέναντι
που ο άνεμος λογχίζει τις φωτιές;
Μια στάλα σταλαγμίτης έμεινα.
Χωράω σ’ αυτό το άδειο μπουκάλι,
το πέταξαν ένα παλιό καλοκαίρι
οι φίλοι μου.
Χωράω εκεί μέσα να μπω.
Άλλοι μακρινοί καιροί
που θα ξαναγυρίσουν
το ύστατο αλληλεγγύης S.O.S.
να αποκρυπτογραφήσουν.
—
ΙΔΙΩΝΥΜΟ
…τραλαλάμ… τραλαλάμ τι ώρα να ‘ναι όλη τη νύχτα χτύπαγα το κουδούνι σου μα δεν ήσουνα πάνω. Μη σε νοιάζει … όταν ο κόσμος περνούσε έκανα πως ψάχνω την τσάντα μου. Ξέρω ‘γώ … έτσι έκανα πάντα Δεν ήτανε τίποτα σοβαρό δεν ήθελα να σε τρομάξω πάλι ήθελα μονάχα να σου πω να πάμε να παίξουμε. Από την άλλη μεριά δεν περνάν αυτοκίνητα αλήθεια σου λέω μονάχα καρότσια την πρωτομαγιά κι ακόμα είναι Νοέμβρης πάρε αν θες και τ’ άλλα παιδιά μην τους αφήσουμε γέρους πίσω απ’ το ταχυδρομείο – σκύψε να σου πω – είναι μια ξύλινη γέφυρα που ενώνει τ’ αστέρια άμα με πάρεις καβάλα στους ώμους σου θα κατεβάσω μερικά. Αν έχεις δουλειά αυτό τον καιρό δεν πειράζει. Πάμε μια άλλη φορά. Μόνο μη βγεις, να κοιμηθείς νωρίς να ξεκινήσουμε πρωί πριν βγει ο ήλιος Πριν, πιο πριν, τότε που βγαίνουνε οι αθλητικές εφημερίδες Αν θες είναι καλύτερα – καλύτερο – να κοιμηθούμε αγκαλιά δε θα βήχω τη νύχτα δε θα τραβάω τα σεντόνια θα λουστώ θα ‘μια φρόνιμη ακούνητη θα ‘μαι σαν πεθαμένη μη με ξεχάσεις όμως το πρωί γιατί έχω ακούσει πολλούς ανθρώπους έτσι που το ‘καναν για να μην ενοχλούν τους δίπλα ή κι έτσι γι’ αστείο και δεν ξαναξυπνήσανε κι ούτε που παίξανε πoτέ.
—
ΙΔΙΩΝΥΜΟ (απόσπασμα)
Έλα να σου πω…
Έλα πάρε με από δω.
Πάμε να φύγουμε από δω μέσα.
Τα χέρια μου τρέμουν σπάω συνέχεια πράγματα
έχουνε σπάσει τα νεύρα μου
κι εσύ-το βλέπεις-όποτε έρχεσαι δω
δεν έχω να σου πω τίποτα
μας καβαλάν τα έπιπλα μ’ αυτή τη λογική
που είναι ταχτοποιημένα
εκτρώσεις μπουκάλια καθρέφτες προγράμματα
η ιδιωτική ζωή των φίλων μου
-ποιος θα κατεβάσει τα σκουπίδια-
Κάθε βράδυ ενώ βουλιάζω σε κάποια θάλασσα
εγώ φυλάγομαι με βρόχινη ομπρέλα. Σημαδιακά πράματα.
Σ’ όλες τις φωτογραφίες που τράβηξα στη γη
βγαίνει συνέχεια στον ουρανό
ένα κίτρινο άλογο που δεν προχωράει.
Είμαι πολύ λυπημένη σκοντάφτω συνέχεια
μπορεί ε; να φταίν’ και τα τακούνια
το μόνο που με δένει πια με τη μάνα μου είναι οι ενοχές μου
και τ’ όνομά μου Κατερίνα έτσι απλά που με φωνάζουνε
μου φέρνει δάκρυα δε θέλω να κλαίω
Πάρε με λοιπόν από δω.
Θέλω να σου δείξω τα καλοκαιριάτικα θέατρα
πώς ζούνε το χειμώνα
Πόσο άδεια είναι τα σχολικά όταν έχουν αργία
κι όλους τους φίλους που φύγανε
και δεν μπορούν πια να με προδώσουν
πάμε από δω πάμε εκδρομή σε μέρος που δεν έγινε
αφού στο ‘χω γράψει στο ‘χω πει
όπου κι αν πάτησα άφηνα αίμα
γι’ αυτό δεν μπορώ ποτέ πού να σταθώ
κι όλο αλλάζω σεντόνια
φέρε κι ένα τρενάκι ψεύτικο
πρέπει να παίξω γι’ αυτό δε μεγάλωσα
και λέω το φαΐ μαμ και τον ύπνο για νάνι
σκέψου δεν έμαθα τίποτα τίποτα
μοιάζω με τα ζώα
όποιος ηλίθιος κυνηγός βγει μπορεί να με σκοτώσει
ξέρω μονάχα ανακλαστικά
το δρόμο που πηγαίνει στη δουλειά
αρχίζω να γερνάω
ποτέ κανείς κανείς δεν κατάλαβε
θα μου πεις καλύτερα έτσι
θυμάμαι μικρή…
όχι. Θυμάμαι αργότερα…
όχι. Μεγάλη. Μετά θέλω να πω…
Ψέματα. Τώρα…Ούτε…
Μίλα! Μίλα!
Πώς έζησα
Θέλω να φύγω από δω!
Αρχίζω να ξεχνάω…
—-
“οι ρίζες δεν είναι για να γυρίζουμε πίσω είναι για να βγάζουνε κλαριά άμα δε βγάζουνε είναι παλούκια καυσόξυλα οδοφράγματα Μπροστά Μπροστά κι άλλο! τόσο θέλει απ’ την υποταγή στην εξέγερση απ’ το όλοι η κανένας απ’ το όλα η τίποτα”
—
“Πάρε με ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ μου η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή προσπίπτω στα φοβερά μπούτια σου πάρε με απ’ το γήινο κόσμο. Χρόνια αφήνω το παράθυρο ανοιχτό περιμένοντας εσένα και τα UFO δεν αντέχω άλλο τους θνητούς είμαι ανάμεσα φθοράς και αφθαρσίας. Πάρε με απ’ το χέρι Ανέβασε με στους ανεξερεύνητους πλανήτες Δείξε μου να πετάω Πάνω απ’ τα γήινα και τα συμπλέγματα μου”
—
“Μη βάλεις πάλι τις φωνές και μουρμουράς μονάχη σου πως όλο ζω με ψέματα έμαθα και το παιδί κι είμαι ονειροπαρμένη. Δε ξέρω όμως μάνα άλλο τρόπο να ζω. Είναι ένας τρόπος κι αυτός μάνα να ζεις.”
—
“Άντρες πηδάνε ανεμίζοντας την κάρτα ανεργίας
και φεύγουνε απ’ τις ταράτσες λαϊκών ξενοδοχείων.
Πρέπει να τους προλάβω.
Με περιμένουνε.
Αντίο Άντίο Αντίο”
—-
Κατερίνα Γώγου (1 Ιουνίου 1940- 3 Οκτωβρίου 1993)
Συνέντευξη – Κατερίνα Γώγου «Ελευθεροτυπία 24-5-1988»
Ένα ακόμη βιβλίο από την Κατερίνα Γώγου «Ο μήνας των παγωμένων σταφυλιών» (Εκδόσεις «Καστανιώτη»). Το πέμπτο μετά τα: «Τρία κλικ αριστερά» (1979, 17 εκδόσεις), «Ιδιώνυμο» (1982, 15 εκδόσεις), «Το ξύλινο παλτό» (1982, 10 εκδόσεις), «Απόντες» (1986, 4 εκδόσεις).
Μακρύς ο τίτλος, βραχύ το περιεχόμενο, λευκές οι αριστερές σελίδες. Η Κατερίνα με νέο πρόσωπο – και στο γραφτό της και στην εμφάνιση της. Με λίγο περισσότερο βάρος, με τις έγνοιες της, με «τα πάνω και τα κάτω» της. Έτοιμη να γελάσει, αλλά και να κλάψει. Με την έγνοια να γίνει γνωστό το «παρών» που δίνει με το νέο της βιβλίο, αλλά και, άβολη με τη δημοσιότητα, να προσπαθεί να καταλάβει αν κάνουμε συνέντευξη ή φιλική κουβέντα – δύο περίπου χρόνια αφ’ ότου τα είχαμε πει.
Τι έγινε από τότε;
Αυτά είναι δικά μας…
Μου είχες πει τότε, ότι το να γράφεις και να βγάζεις ένα βιβλίο είναι για σένα μια κίνηση αναγκαιότητας, για να μην τρελαθείς, για να μην αυτοκτονήσεις.
Είναι και κάτι άλλο. Εκτίθεσαι. Βγάζεις την ψυχή σου στο φως. Και υπάρχουν κι αυτοί που βλέπουν κι αλληθωρίζουν. Γι αυτό λέω ότι υπάρχει και η διαπόμπευση.
Δεν είμαστε έτσι κι αλλιώς εκτεθειμένοι;
Έτσι κι αλλιώς. Μόνο που τα γραφτά μένουν.
Έλεγες ακόμη, ότι σου συνέβησαν κάποια πράγματα που σε καθιστούσαν ανασφαλή. Αισθάνεσαι το ίδιο;
Όχι, νομίζω ότι έχω μεγαλώσει, και το μεγαλώνω σημαίνει ότι χρειάζομαι όλο και λιγότερα. Για μένα…
Και είναι καλό αυτό;
Ναι, όσο λιγότερα χρειάζεσαι, τόσο αποδεσμεύεσαι από τις ανασφάλειες σου.
Το νέο σου βιβλίο παρουσιάζει μια αντίφαση: μεγάλος τίτλος, λιτό, επιγραμματικό σχεδόν, το περιεχόμενο.
Αν διάβασες το βιβλίο, ο τίτλος είναι μέσα.
Πως έφτασες σ’ αυτή την αφαίρεση;
Ήταν η πρώτη φορά που έγραφα χωρίς ν’ αλλάζω τίποτα. Δεν διέγραψα, ούτε διόρθωσα τίποτα.
Αυτό είναι μια κατάκτηση.
Δε μπορώ να ξέρω εγώ.
Θα ‘λεγε κανείς πως είναι μια λακωνική αυτοβιογραφία.
Ένα κομμάτι. Ένα ποιητικό ανηφορικό οδοιπορικό και εύχομαι να τελειώσει εδώ αυτός ο κύκλος, να ‘χω να πω χαρούμενα πράγματα. Γιατί η ζωή έχει γίνει σαν κινούμενη άμμος. Θα ‘θελα να γράψω ένα βιβλίο που να δίνει χαρά, δύναμη και καλή ενέργεια.
Ήταν τόσο άσχημα αυτά τα δύο χρόνια;
Ναι…
«Προκάλεσα με πάθος τη ζωή» λες σε κάποιο στίχο. Πως την προκάλεσες;
Έπαιζα μαζί της. Κι άμα παίζεις με τη ζωή, παίζεις και με το θάνατο – αν και νομίζω ότι το βιβλίο είναι πιο καθαρό από το λόγο μου. Κάπου λέει: «Λόγος τραυλίζων, ψυχή πάσχουσα».
Τώρα παίζεις με την ζωή;
Νομίζω παίζει αυτή μαζί μου και ίσως να προσπαθεί να μου μάθει κάτι που δεν το έμαθα και τώρα με παιδεύει, με την έννοια της γνώσης, της πραγματικής γνώσης.
Αλλά αυτή θέλει το χρόνο της για να κατακτηθεί.
Ναι, κι εγώ νομίζω ότι άργησα.
Ο θάνατος σε απασχολεί;
Ναι, πάντα. Είναι αυτό που δεν ξέρω και θέλω να μάθω.
Μόνο που το μαθαίνεις μια και καλή.
Ναι…
Κάπου αλλού λες: «Δέντρο ήμουνα κι έσπασα. Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά». Απελπιστικό είναι.
Αλήθεια είναι. Και την αλήθεια όταν την ονοματίζεις παύει να είναι απελπιστική. Είναι σαν να ξορκίζεις το κακό. Αυτό που λες εσύ απελπισία, για μένα ήταν απελευθέρωση. Δε θα μπορούσα τώρα να γράψω το «Τρία κλικ αριστερά».
Γιατί;
Το «Κλικ» ήταν σε μια εποχή οριακή, αγωνιστική, επαναστατική. Υπήρχε μια έξαρση, όλοι πιστεύαμε τότε ότι μπορούμε, και καλά κάναμε δηλαδή και το πιστεύαμε. Κι εγώ πιστεύω τώρα με την ίδια δύναμη, αλλά αλλιώς, κι έχω τις ίδιες ηθικές αξίες μέσα μου. Δηλαδή όπως σ’ ένα στίχο εκεί που λέω «Στάθηκα στη σιωπή να ακούσω τη σιωπή μου». Πρέπει να το κάνουμε όλοι μας… Με βάζεις τώρα να κάνω τη δασκάλα, που τάχα τα ξέρει όλα… Αν πάντως πιστεύουνε κάποιοι ότι μ’ αυτό το βιβλίο έσπασα και δεν είμαι ο βράχος που θα ήθελαν, ίσως… Τώρα μπορώ περισσότερα. Τώρα μπορώ πολύ πιο καθαρά να αγαπήσω τον άνθρωπο. Τώρα είμαι πιο καθαρή όταν λέω εμείς…
Το βιβλίο τελειώνει με τις λέξεις «Μια μέρα λοιπόν…», που είναι σαν μια ανάσα, έτοιμη να πεις κάτι άλλο. Έτσι είναι;
Αφήνω να πει ο καθένας το δικό του. Γι αυτό έχω λευκές κόλλες, για να μπορούν να ζωγραφίσουν, να γράψουν κάτι δικό τους. Είναι λίγο σαν τετράδιο έτσι το ήθελα.
Έχεις διάθεση να ξαναγράψεις;
Κάθε φορά που βγάζω ένα βιβλίο νομίζω ότι είναι το τελευταίο, και όταν πίνω σκίζω τα βιβλία μου. Έπειτα μου ξανάρχεται η διάθεση…
Οπότε, γράφοντας ή όχι, τι θέλει να κάνει η Κατερίνα;
Δε ξέρει… Η Κατερίνα θέλει να κάνει ταινίες, να παίξει ξανά θέατρο. Η Κατερίνα θέλει να ερωτευτεί, θέλει να ζήσει, θέλει τους φίλους της πίσω…