“Ονειρεύομαι γεμάτα μπαρ κι άνεργους ψυχολόγους”

Και να είναι υπόγεια, αθέατα, προκλητικά. Για εκείνους τους ιδιαίτερους, τους ιδιόρρυθμους, τους ετερόφωτους, που σέρνονται δοσμένοι στη δίψα του αγνώστου, του ασυνήθιστου, που ζουν για να βουτούν στο σκοτάδι, που δε νιώθουν όρια, που χαράζουν τα σώματά τους με ελευθερία.
Και τα φώτα να είναι χαμηλά μην ενοχλούν τις σκέψεις, τις μοναχικές στιγμές, τη σαγήνη, τις λέξεις. Να σκιαγραφούν τις ανάσες, τις γραμμές των καπνών, τις αόρατες επιθυμίες, τα ελαφριά αγγίγματα, τα γεμάτα βλέμματα.
Και ν ’ακούγεται βαριά jazz και κείνη η τρομπέτα που οι νότες αφηγούνται σε καρέ τις εικόνες μιας γυναίκας από την καθηλωτική στιγμή που φέρνει στα χείλη της ένα τσιγάρο έχοντας ήδη γευτεί την πρώτη γουλιά ουίσκι, μέχρι τη στιγμή που τη χαζεύεις γυμνή σε ένα κρεβάτι, αναδύοντας τις τελευταίες ηδονές ασταμάτητων οργασμών. Ερωτική, θελκτική, μυστηριώδης, σκοτεινή.
Κι οι αισθήσεις αφημένες σε εκκεντρικά ερεθίσματα, που δε σοκάρουν στο τι και στο πως. Σε αόρατες μεταμφιέσεις και σε κατηργημένους τύπους, σε στοχασμούς που χωρούν μόνο πάθος κι ικανοποίηση, στην ανακάλυψη.
Κι η ατμόσφαιρα να ρουφάει μυρωδιές πόθου, από σώματα που ανυπομονούν να ξεχυθούν, να εκραγούν σα στιγμιαίο πυροτέχνημα, να παρασυρθούν και να αναδυθούν. Μυρωδιές από ανάσες που κόβονται, από ξεχειλισμένες αναμνήσεις και πνιγμένα συναισθήματα, βαθύφωνους στεναγμούς κι ερωτικούς ψιθύρους.
Κι αυτοί οι ιδιόρρυθμοι, οι αδάμαστοι, οι αθεράπευτα ονειροπόλοι να απογυμνώνονται. Από απελπισία, απωθημένα κι υποσχέσεις. Και να στέκουν φορώντας λυτρωτικές αλήθειες, ξεχασμένοι από παρηγοριές, μπροστά σε μεζούρες που κερνούν ζωή και θέλω. Και που συναντήθηκαν, ανάμεσα στα δισεκατομμύρια.., στο τώρα.