Το φορτηγάκι, παρκαρισμένο στον παράδρομο, ήταν φορτωμένο όργανα, ενισχυτές, μια ολόκληρη ντραμς.
Θα ‘λεγε κάποιος πως πηγαίνουμε για συναυλίες. Κιθάρες, ντραμς, βαλίτσες, ό,τι μπόρεσε ο καθένας να σκεφτεί την τελευταία στιγμή, όλα ριγμένα ανάκατα.
Παντελόνια, μπλούζες, εσώρουχα στριμωγμένα όπως όπως, χωρίς ίχνος από την οργανωμένη ανεμελιά των διακοπών· σχεδόν σαν πρόσφυγες.
Κι εμείς, βουλιαγμένοι σε τούτη τη σιωπή που δεν υπόσχεται τίποτε απολύτως, σ’ αυτό το δωμάτιο της πρώτης μας διανυκτέρευσης· σ’ ένα ταξίδι παράξενο, που πιο πολύ μοιάζει με καταδίωξη.
Γιατί κάτι μας κυνηγάει· κάτι από μέσα, ανώνυμο και σκληρό σαν τη σιωπή μας. Να με, λοιπόν, μπροστά στο τετράδιο “Διεθνές”, να μην ξέρω πως ακριβώς ν’ αρχίσω το ξετύλιγμα της ιστορίας. . . Να μην ξέρω πως δυο ανορθόδοξοι έρωτες κρύφτηκαν μες στη μουσική.
Να μην ξέρω πως θα γράψω το τελευταίο ρεφρέν, πως όλοι μαζί – αγνοί, διεφθαρμένοι, ενοχικοί, αδίστακτοι – βουλιάξαμε στην πλάνη μας.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Δεν μπορείτε να αντιγράψετε περιεχόμενο αυτής της σελίδας!