Μουσικά όργανα
- 14 Νοεμβρίου 2017
- ROUS FM RADIO
- Καταχωρήθηκε στο Μουσικά Όργανα
ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
ΕΓΧΟΡΔΑ
Έγχορδα ονομάζονται τα μουσικά όργανα τα οποία διαθέτουν χορδές για την παραγωγή του ήχου. Χωρίζονται σε έγχορδα νυκτά και έγχορδα τοξοτά.
Έγχορδα νυκτά: Έγχορδα νυκτά ονομάζονται τα έγχορδα μουσικά όργανα από τα οποία ο ήχος παράγεται με τη νύξη των χορδών του (δηλ. το τράβηγμά τους) που γίνεται είτε με τα δάχτυλα είτε με πένα. Τέτοια όργανα είναι: η κιθάρα (κλασσική κιθάρα, ακουστική κιθάρα, ισπανική κιθάρα, ηλεκτρική κιθάρα), το μπάσο, το κανονάκι, το μπουζούκι κ.α.
Έγχορδα τοξωτά: Έγχορδα τοξωτά ονομάζονται τα έγχορδα μουσικά όργανα από τα οποία ο ήχος παράγεται με τη χρήση δοξαριού, το οποίο θέτει σε παλμική κίνηση τις χορδές. Τέτοια όργανα είναι: το βιολί, το βιολοντσέλο, η βιόλα, το κοντραμπάσο, η λύρα κ.α. Όλα τα τοξωτά μπορούν να παιχθούν και σαν τα νυκτά όταν το απαιτεί ο συνθέτης, συνήθως με τη χρήση των δακτύλων, που στην μουσική ορολογία λέγεται pizzicato.
Κιθάρα:
Ο όρος κιθάρα χρησιμοποιείτο στην Ελληνική Αρχαιότητα για να περιγράψει ένα έγχορδο μουσικό όργανο που ανήκε στην οικογένεια της λύρας. Σήμερα η λέξη κιθάρα αναφέρεται στο σύγχρονο μουσικό όργανο “guitar” (ένας όρος που προέρχεται από το Αρχαιοελληνικό όρο κιθάρα). Τα ίχνη της Ιστορίας της Κιθάρας μπορούν να ανιχνευθούν από τον 15ο αιώνα, με την πρώτη «σύγχρονου τύπου» Κιθάρα να συναντιέται στην Ισπανία. Η εξάχορδη κιθάρα έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 18ου αιώνα και είχε έξι μονές χορδές αντί για ζεύγη χορδών, σε αντίθεση με τους προκάτοχούς της (τετράχορδα και πεντάχορδα μουσικά όργανα). Η σύγχρονη κιθάρα είναι ένα έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια του λαούτου. Στη σύγχρονη εκδοχή της, αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Ο όρος κιθάρα περιγράφει εν γένει αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφολογία τους ή τον τρόπο εκτέλεσής τους. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Hornbostel-Sachs, ανήκει στα σύνθετα χορδόφωνα. Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ,heavy metal ποπ, λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, ενώ στη νεότερη ιστορία της χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασικής μουσικής. Είδη κιθάρα που υπάρχουν είναι: Κλασσική κιθάρα, Ακουστική κιθάρα, ηλεκτρική κιθάρα, Λαϊκή κιθάρα, Κιθάρα Flamenco, Ηλεκτρακουστική κιθάρα, Ηλεκτροκλασσική κιθάρα, Δωδεκάχορδη κιθάρα, Άταστη κιθάρα, Μπασοκίθαρο,Τρες, Κουάτρο, Πορτογαλική κιθάρα των Φάντος, Γιουκαλίλι, Pedal steel guitar, Ρωσική Κιθάρα.
Μπάσο:
Το μπάσο είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με τα δάχτυλα ή τον αντίχειρα, με τεχνικές όπως slapping, popping, tapping και thumbing, ή με πένα. Το σχήμα του είναι παρόμοιο με αυτό της ηλεκτρικής κιθάρας, διαφέρει όμως στο μήκος του λαιμού και στην απόσταση των τάστων μεταξύ τους. Συνδέεται με ενισχυτή στις ζωντανές εμφανίσεις. Έχει τέσσερις χορδές συνήθως, αν και υπάρχουν και πεντάχορδα, εξάχορδα ή ακόμα και με μεγαλύτερο αριθμό χορδών μπάσα.
Το μπάσο αντικατέστησε σταδιακά το κοντραμπάσο, έτσι σήμερα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλα τα είδη μουσικής, ροκ, τζαζ, ποπ, χέβι μέταλ, κάουντρι, μπλουζ ενώ έχει πάρει και θέση και σε ορχήστρες. Συνήθως αποτελεί μέρος του ρυθμικού τμήματος ενός μουσικού συνόλου, ωστόσο σε ορισμένα είδη, κυρίως στη τζαζ, στη φανκ και στη χέβι μέταλ μουσική συμμετέχει και με σόλο.
Μπαλαλάικα:
Η Balalaika είναι ένα λαούτο-σαν λαϊκό μέσο της βόρειας και κεντρικής Ρωσίας, απόγονος του 16ου αιώνα dombra. Η Balalaika έχει ένα τριγωνικό σώμα και μακρύ λαιμό. Έχει επίπεδη πλάτη και μια λεπτή, ελαφρώς τοξωτά soundboard.
Μπάντζο:
Το μπάντζο
Μπάντζο με πλήτρα και χορδές:
Η banjos που αναφέρονται εδώ δεν είναι το τυπικό Kentucky banjos. Είναι banjos με πλήκτρα και χορδές. Παίζεται με την πίεση των πλήκτρων ενώ ‘’γρατζουνάμε’’ ταυτόχρονα τις χορδές.
Berimbau:
Το berimbau είναι βραζιλιάνικο όργανο με αφρικανικές ρίζες που είχε αργότερα με επιτυχία ενσωματωθεί στο Capoeira. Το berimbau είναι ένα ενιαίο χάλυβα εγχόρδων πλώρη με ένα συνημμένο μεταλλικό αντηχείο για να συμπληρώσει τον ήχο.
Μπουζούκι:
Το μπουζούκι είναι ένα ελληνικό ένχορδο, μουσικό όργανο. Το μεσαίο μέγεθος Tζουράς και το μίνι ονομάζεται μπαγλαμάς. Το Μπουζούκι παράγεται σε τετράχορδο ή τρίχρδο.
Mπαγλαμάς:
Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, (εκ του τουρκικού baglama), είναι νυκτό μουσικό όργανο, συγγενές του μπουζουκιού (αλλά μικρότερο σε διαστάσεις), που χρησιμοποιείται στην ελληνική λα’ι’κή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι.
Τζουράς:
Ο τζουράς είναι νυκτό μουσικό όργανο, οκτάχορδο ή εξάχορδο. Έχει μανίκι και κεφαλάρι μπουζουκιού, αλλά μικρότερο σκάφος, περίπου διπλάσιο από τον μπαγλαμά. Κατασκευάζεται από τα ίδια υλικά και με παρόμοιες τεχνικές με το μπουζούκι. Ο ήχος του θυμίζει μπουζούκι αλλά έχει τη δική του ιδιαίτερη χροιά.
Chickara:
Η Chickara είναι τρίχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Η Chikara χρησιμοποιείται από άτομα της φυλής Rajasthan, Madhya Pradesh και Uttar Pradesh.
Cumbus:
Η Cumbus αναπτύχθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το 1900. Η ανάπτυξη αυτή πιστεύεται ότι είναι εμπνευσμένο από το ούτι. Η σύγχρονη cumbus έχει Mylar soundboard στη θέση του από μια βιδωμένη ένταση δακτύλιο.
Diruba:
Η Dilruba είναι ένα όργανο σαν το βιολί που παίζεται με δοξάρι, είναι σκαλισμένο από ξύλο, έχει κατσίκας soundboard, έχει κύρια και συμπάθεια strings. Τόξο που εκτείνεται είναι οι χορδές που τους οδηγεί στο να ηχώ, και είναι οι γέφυρες και τα κινητά να προσαρμόσουν τον ήχο.
Άρπα:
Η άρπα είναι έγχορδο μουσικό όργανο, το οποίο έχει ιστορία περίπου 5.000 ετών και η χρήση του οποίου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Ο σκελετός του οργάνου αυτού αποτελεί τρίγωνο του οποίου η κατακόρυφη πλευρά χρησιμεύει για να στηρίζει τις δύο άλλες, επί των οποίων βρίσκονται τεντωμένες 46 χορδές χορδισμένες σε «ντο ύφεση». Η άρπα είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα, και εμφανίζεται με χορδές που στηρίζονταν σε ελλειψοειδή σκελετό, ελεύθερο από τη μια πλευρά. Ο τύπος αυτός διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.
Ektara:
Η Ektara είναι απλό και ευχάριστο παιχνίδι. Μια συμβολοσειρά μπορεί να γίνει για να δώσει μια σειρά ήχων με την εφαρμογή πίεσης σε διάφορα σημεία κατά μήκος του λαιμού. Gopiyantro, που συχνά αποκαλείται ektara, σημαίνει μία σειρά και αυτό είναι το πιο δημοφιλές μέσο για Baul τραγουδιστής.Baul είναι μία από τις λίγες ευρέως γνωστό και εκτιμάται είδη λαϊκής μουσικής στην Βεγγάλη. Baul δεν είναι μόνο ένα είδος μουσικής, είναι ουσιαστικά ένα μπενγκάλι θρησκευτική αίρεση.
Erhu:
Η Erhu αναφέρεται ως ένα κινέζικο βιολί ή δίχορδο κινέζικο βιολί. Υποκύψει Είναι ένα όργανο που χρησιμοποιείται στα κινέζικα σύνολα ή ως σολιστικό όργανο.
Esraz:
Η Esraj ανήκει σε όρθια σας αγκαλιά και έπαιξε με τόξο σαν ένα μικρό βιολί μπάσο. Y Πιέζετε τις χορδές μεταξύ των frets ενώ stroking τα έγχορδα με τόξο.
Gopichand:
Η gopichand, επίσης, γνωστό ως gopiyantra ή khamak, είναι ένα πολύ δημοφιλές λαϊκό μέσο της Βεγγάλης. Ο ήχος του gopichand είναι πιο διακριτικό. Τα δύο πόδια του από μπαμπού στριμώχνονται μαζί με το αριστερό χέρι, ενώ η δεξιά plucks το string, παράγουν μια περίεργη κάμψης του pitch. Η gopichand είναι συνήθως ρυθμικό μέσο και όχι ένα μελωδικό όργανο.
Gu Zheng:
Η Gu Zheng (ή guzheng) είναι ένα κινεζικό string μέσο που αποτελεί μέλος της οικογένειας σαντούρι. Είναι ένα μουσικό όργανο αποπτιλωθεί κινεζική κινητής με γέφυρες. Ο αριθμός των χορδές σε μια Gu Zheng μπορεί να κυμαίνεται από 15 έως πάνω από 30 χορδές.
Λύρα:
Η λύρα της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Κλασικής Αρχαιότητας συνόδευε την απαγγελία στίχων. Αν και γενικά πιστευόταν ότι την κατασκεύασε πρώτος ο Θεός Απόλλωνας, σύμφωνα με τη μυθολογία, εφευρέτης της θεωρείται ο Θεός Ερμής. Η λύρα της κλασικής αρχαιότητας είναι παρόμοια σε εμφάνιση με μικρή άρπα, αλλά με ορισμένες διαφορές. Αποτελούνταν από το αντηχείο, τους δύο βραχίονες και το ζυγό. Παιζόταν με τα χέρια με χρήση πένας (πλήκτρο), σαν κιθάρα ή σαντούρι, και όχι σαν άρπα. Τα δάκτυλα του ελεύθερου χεριού φιμώνουν τις ανεπιθύμητες συμβολοσειρές στην απήχηση. Αρχικά είχε 7 ή 8 χορδές, η καθεμιά από τις οποίες είχε κι ένα ιδιαίτερο όνομα. Ο ήχος της έμοιαζε με αυτόν της κιθάρας, αν και ήταν ξερός. Αργότερα εμφανίστηκαν και εννιάχορδες λύρες.
Kanoune:
To Kanoon (επίσης λέγεται Kanoune), αναφέρεται στο 10ο αιώνα σε Αραβικά συγγράμματα. Σήμερα είναι ένα δημοφιλές μουσικό όργανο σε ολόκληρη τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Τουρκία, την Περσία και ακόμη και την Ανατολική Ευρώπη.
Khamak:
Η Khamak είναι δύο εγχόρδων όργανο παρόμοιο με το Ektara. Khamak που είναι σαν ένα βαρέλι με επικεφαλής ένα string που προσαρτώνται σε αυτό που είναι αποπτιλωθεί. Η Khamak χρησιμοποιείται σε όλες τις ινδική παραδοσιακή μουσική ως μέσο ρυθμική κρουστά.
Λαούτο:
Το λαούτο είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα ή άλλα όργανα. Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι λα ρε σολ, από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεργιανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρόλα αυτά οι δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες. Ο δεξιοτέχνης του λαούτου Χρήστος Ζώτος συνέβαλλε στην ανάδειξη του λαούτου δημιουργώντας μια δική του τεχνική. Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, όπου και συνοδεύει συνήθως την λύρα. Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια. Η οικογένεια του λαούτου, αποτελείται και από άλλα όργανα, όπως την λάφτα (η οποία λέγεται και πολίτικο λαούτο).
Ούτι:
Το ούτι είναι έγχορδο μουσικό όργανο, που κατάγεται από την Περσία και είναι αρκετά διαδεδομένο στις μουσικές της Μέσης Ανατολής αλλά και στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Συγγενεύει με το λαούτο.
Κινέζικο Λαούτο:
Το κινέζικο Λαούο ή Pipa.
Ψαλτήριο:
Ένας πρόγονος της σύγχρονης ευρωπαϊκής σαντούρι είναι το ψαλτήριο, η ανάπτυξη της τουρκικής qanun που έφτασαν στην Ευρώπη τον 11ο αιώνα. The psaltery is played with a bow or sometimes plucked with the fingers, either resting on the lap or leaning against the chest. Το ψαλτήριο παίζεται με τόξο ή μερικές φορές με τον αποπτιλωθεί δάχτυλα, είτε στηρίζεται πάνω στο αγκαλιά ή κλίση κατά το στήθος. The psaltery looks like the hurdy gurdy but differs because the hurdy-gurdy is able to sound one or two notes while it produces a continuous drone. Το ψαλτήριο μοιάζει με το οργανέτο αλλά διαφέρει επειδή το hurdy-gurdy είναι σε θέση να ήχο ενός ή δύο σημειώματα, ενώ παράγει συνεχή βόμβο.
Rebab:
Στο πλαίσιο της γενικής “λαούτο” οικογένεια, υπάρχουν δύο βασικά είδη rebab: ξύλινο fiddles με αχλαδιού ή επιμήκεις οργανισμών, καθώς και αιχμηρών fiddles, με όνομα για την επέκταση ή την ακίδα στο κάτω μέρος του μέσο στο οποίο βρίσκεται, όταν αναπαράγονται. Η λέξη είναι αραβική rebab όρος που μπορεί να μεταφραστεί ως μέσο υποκύψει string. Χρονολογείται τουλάχιστον να τον 8ο αιώνα, το rebab έχει στενό δεσμό με το ισλαμικό πολιτισμό και θεωρείται ότι είναι η προγενέστερη πρόγονο του σύγχρονου βιολί. Αν και είναι πιθανόν τις ρίζες της στην Αραβία και την Περσία, την rebab η επιρροή της έχει φτάσει ως την Άπω Ανατολή ως την Ινδονησία και σε περιοχές της δυτικής Ευρώπης και της Αφρικής. Η διάχυση είναι στενά συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του ισλαμικού κόσμου και την εκτεταμένη ανάπτυξη των εμπορικών οδών μετά τον 10ο αιώνα.
Τούρκικο Βιολί:
Τούρκικο είδος παλαιου βιολιού. Υπάρχουν 2 είδη τούρκικων βιολιών το Rebec και το Kemence.
Σαντούρι:
Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό* επίπεδο μουσικό όργανο. Το όνομά του προέρχεται εκ της ελληνικής λέξεως ψαλτήριον μέσω της περσικής γλώσσας σαντούρ. Πρόκειται για αρχαίο μουσικό όργανο που επινοήθηκε πιθανόν στη Περσία από την οποία και διαδόθηκε τόσο προς την Ινδία και την Κίνα, όσο και δυτικά στη Μέση Ανατολή και τη Βαλκανική. Κατασκευάζεται συνηθέστερα από ξύλο καρυδιάς. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα 72 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 23 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκος χορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο άνω. Οι χορδές του οργάνου αυτού, “χορδίζονται” στο 1/4 με ειδικά “ωτία” που φέρονται συνηθέστερα επί της δεξιάς πλευράς του οργάνου και οι οποίες κρούονται με μικρά ραβδία, οι άκρες των οποίων φέρουν μεταλλικές κοιλόμορφες σφύρες (σαν κουταλάκια). Με το σαντούρι αποδίδεται κυρίως παραδοσιακή μουσική. Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δεξιοτέχνες του οργάνου αυτού ήταν ο Αριστείδης Μόσχος ο οποίος και είχε δημιουργήσει σχετική σχολή διάδοσης.
Sarangi:
Η Sarangi δεν έχει τάστα. Διαθέτει τέσσερις κύριες χορδές, που να την συμπάθεια strings. Η πλώρη είναι πραγματοποιήθηκε παλάμη προς τα πάνω. Είναι που εκτείνεται το κύριο χορδές, ακριβώς πάνω από τη γέφυρα. Τα δάχτυλα του αριστερού χεριού σημείωμα του χορδές. Αυτό γίνεται πατώντας και συρόμενη κάτω μέρος της fingernail κατά την πλευρά του string. Οι παίκτες χρησιμοποιούν συχνά σκόνη ταλκ στις παλάμες τους για να διευκολύνουν την ανεμοπλοία του πάνω και κάτω πλευρά του λαιμού. Η ανεμοπλοία νύχια σας κατά μήκος της strings δημιουργεί το χαρακτηριστικό ήχο του γλώσσα ινδουστάνικη μουσική.
Sarod:
Η Sarod εξελίχθηκε από την Rebab. Κάποιες αναφέρονται σε αυτήν ως μπάσο Rebab. Είναι ένα σχετικά πρόσφατο μέσο, έχοντας τις ρίζες του ίσως δεν περιέχει περισσότερα από 200 χρόνια πριν. Υπάρχουν 8 έπαιξε strings, 2 κηφήνας strings συμπάθεια και 7 χορδές. Άνθινες ενθεμάτων και ορειχάλκου toomba να προσθέσετε το οπτικό ενδιαφέρον. Έχει παίξει με την ανάκαμψη από κέλυφος καρύδας.
Σάζι:
Το σάζι και τα συγγενή προς αυτό όργανα στον εκάστοτε Ελλαδικό χώρο ήταν (και είναι) γνωστά ως ταμπουράδες’, αν και το σάζι στη σημερινή του πλέον μορφή διαφέρει αρκετά από τον Ελληνικό ταμπουρά. Παρόμοια όργανα συναντώνται και σε άλλες χώρες, σχεδόν σε ολόκληρη την Ασία, όπως, ενδεικτικά, στο Ιράν (σετάρ, ταρ, τανπούρ, ντοτάρ), στο Αφγανιστάν (ταρ), στο Αζερμπαϊτζάν (ταμπούρ – νταμπούρα – ντουτάρ – Αζερί ταρ), στην Αρμενία (ταρ), στη Συρία (μπουζούκ) και στις Βαλκανικές χώρες με πολλά διαφορετικά ονόματα.
Ταμπουράς:
Ο Ταμπουράς είναι χορδόφωνο όργανο της ελληνικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής. Από τους βυζαντινούς χρόνους ως τις αρχές του 20ούαιώνα, έτσι λεγόταν το μπουζούκι καθώς και πολλά άλλα «λαουτοειδή» (μπαγλαμάς, μπουλγουρί, σάζι, καραντουζένι, τσιβούρι, γιογκάρι ή λιογγάρι, κ.λπ.). Ο Ταμπουράς, με την γενική έννοια, είναι η ελληνική ονομασία μιας ευρύτερης οικογένειας εγχόρδων μουσικών οργάνων, αλλά δηλώνει και ένα συγκεκριμένο ελληνικό παραδοσιακό όργανο, που ανήκει σ’ αυτή την οικογένεια. Οι ταμπουράδες, γενικά, είναι τα έγχορδα μουσικά όργανα με μακρύ χέρι, όπως το τούρκικο σάζι κλπ. Αυτά τα μουσικά όργανα έχουν βαθουλωτό σκάφος και το καπάκι είναι επίπεδο, με ή χωρίς τρύπα. Ο αριθμός των χορδών κυμαίνεται, συνήθως όμως διαθέτει τρεις χορδες (μονές, διπλές αλλά και τριπλές). Το μέγεθος των ταμπουράδων μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο. Ο ελληνικός ταμπουράς είναι εξέλιξη της αρχαίας πανδουρίδας (όργανο της Ελληνιστικής Εποχής).
Σιτάρ:
Το σιτάρ είναι το πιο δημοφιλές μέσο της Βόρειας ινδική κλασική μουσική. Μπορεί να έχει έως τέσσερις κύριες χορδές, τρεις ή τέσσερις χορδές κηφήνας και δεκατρείς με συμπάθεια, ή resonating strings. Το σιτάρ είναι κατασκευασμένο από ξύλο και καρυκεύματα κολοκυθιού.
Spaik Βιολί:
Η ακίδα βιολί θεωρείται rebab, που αποτελεί μέρος της οικογένειας λαούτο, και συνήθως έχει 2 ή 3 strings. Η λέξη είναι αραβική rebab όρος μεταφράζεται ως μέσο υποκύψει string. Είναι στενά συνδεδεμένη με την ισλαμική κουλτούρα, και χρονολογείται τουλάχιστον τον 8ο αιώνα. Οι ρίζες είναι κατά πάσα πιθανότητα στην Αραβία και την Περσία, και η επιρροή της έχει φτάσει από την Ινδονησία προς την Ευρώπη και την Αφρική (που θεωρείται ότι είναι η προγενέστερη πρόγονος του βιολιού). Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι rebab: ξύλινο fiddles με αχλαδιού οργανισμών, καθώς και αιχμηρών fiddles, με όνομα για την ακίδα στο κάτω μέρος του μέσο στο οποίο βρίσκεται, ενώ παίζεται. Τα αιχμηρά rebabs συνήθως δεν έχουν frets, αλλά, αντίθετα, τα δάχτυλα του αριστερού χεριού σας γίνει κινητών γεφυρών.
Sur Bahar:
Η Νότιος Baħar ονομάζεται επίσης μπάσο σιτάρ. Είναι ένα μεγάλο όργανο (21 ίντσες x 60 ίντσες), με διπλή toombas. Το μέσο αυτό είναι συντονισμένοι με όσο το πλήρες οκτάβα χαμηλότερα από το ένα σιτάρ. Η αναπαραγωγή αυτού του μέσου και το σιτάρ είναι αρκετά παρόμοιες ότι θα πρέπει να είναι σε θέση να παίξει τόσο άνετα. Η Νότιος Baħar έχει πολύ μεγαλύτερη βιώσιμη ήχους, και είναι κατάλληλο και να παίζει αργό alaps. Στο Νότιος Baħar αυτό προσφέρεται για πολύπλοκες μελωδίες, δεδομένου ότι ο εξειδικευμένος παίκτης μπορεί να δημιουργήσει ένα glissando έως μια οκτάβα σε ένα μόνο εκνευρίζομαι.
Veena:
Veena, γνωστό και ως Vina, ήταν ένα είδος Stick σαντούρι με το fingerboard τεντωμένο μεταξύ δύο gourds, αλλά, λόγω των διαρθρωτικών άλλαξε τον 16ο αιώνα. The modern Veena instrument is a kind of lute, with a hollow neck attached to a large hollow body and a soundboard made of wood. Η σύγχρονη Veena μέσο είναι ένα είδος λαούτο, με κοίλη λαιμό που συνδέεται με ένα μεγάλο όργανο και ένα κούφιο soundboard φτιαγμένα από ξύλο. Έχει μια ήπια, πιο γλυκό ήχο από το σιτάρ και είναι το κύριο όργανο της νότιας ινδική κλασική μουσική. Ονομάζετε επισης Saraswati Veena, Rudra Veena και Vitchitra Veena.
Yue Yueqin:
Η Yue Κχιν (yueqin) αναφέρεται επίσης ως ένα κινέζικο λαούτο, κιθάρα φεγγάρι, ή φεγγάρι σαντούρι. Κχιν Η Yue έχει κοντό ‘’λαιμό’’. Το σώμα της είναι συνήθως κυκλικό, με αποτέλεσμα να ονομάζετε και σελήνη κιθάρα.
Μαντολίνο:
Το μαντολίνο αποτελεί ένα όργανο ευρωπαϊκής προέλευσης. Η καταγωγή του προέρχεται από την μεσαιωνική μαντόλα ή μαντόρα. Η μαντόλα κάνει την εμφάνισή της στις αρχές του 13ου αιώνα. Το μαντολίνο στη μορφή που συναντάτε σήμερα, πρωτοεμφανίζεται στην Ιταλία, κυρίως στην Νάπολη, από τον 17ο αιώνα. Στην πορεία Οι οργανοποιοί της εποχής διακοσμούσαν τα μαντολίνα με έβενο, κέρατο, κόκαλο, ελεφαντόδοντο, επιχρυσωμένη ταρταρούγα, βερνίκια
Ηλεκτρικό μαντολίνο
Βιολί:
Ηλεκτρικό Βιολί
Βιόλα:
Η Βιόλα είναι έγχορδο μουσικό όργανο που μοιάζει με το βιολί και παίζεται επίσης με δοξάρι που αποτελείται από 200-250 τριχιές αλόγου. Ο ήχος του είναι βαρύτερος από του βιολιού. Έχει τέσσερις χορδές διαφορετικού πάχους (ντο, σολ, ρε, λα), που κουρδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 37 χρωματικούς φθόγγους. Εξελίχτηκε ταυτόχρονα με το βιολί και έχει το ίδιο σχήμα, με τη διαφορά πως είναι λίγο μεγαλύτερη στις διαστάσεις ενώ παίζεται και αυτή τοποθετημένη στον ώμο. Η μεγαλύτερη βιόλα στον κόσμο είναι 2 μέτρα ενώ η μικρότερη μόλις 60 εκατοστά.
Βιολοντσέλο ή τσέλο:
Κόντραμπάσο:
ΠΝΕΥΣΤΑ
ΞΥΛΙΝΑ ΠΝΕΥΣΤΑ:
Φλάουτο ή πλαγίαυλος:
Φλογέρα:
Ομπόε:
Κλαρινέτο:
Φαγκότο ή Βαρύαυλος:
Αυλός του Πάνα:
Didgeridoo:
Duduk:
Οκαρίνα:
Pungi:
Rag Dunk:
Oφίαυλος ή Shofar:
Nτίζι ή Shvi:
Mizwiz (Αιγυπτος):
Shruti Box:
ΧΑΛΚΙΝΑ ΠΝΕΥΣΤΑ:
Τρομπέτα:
Τρομπόνι:
Κόρνο:
Τούμπα:
Σαξόφωνο:
Άλτο Τενόρου Βαρύτονου Σοπράνο
Σάλπιγκα:
Κυνηγετικό κέρας:
Βολβού Κέρας:
Φυσαρμόνικα:
ΑΛΛΑ ΠΝΕΥΣΤΑ (ΕΚΤΟΣ ΧΑΛΚΙΝΩΝ, ΞΥΛΙΝΩΝ):
Γκάιντα (Σκοτία):
ΚΡΟΥΣΤΑ
Πρόκειται για ένα μεγάλο πλήθος οργάνων που παράγουν ήχο, είτε ως ιδιόφωνα, είτε ως μεμβρανόφωνα, αλλά και μερικά χορδόφωνα. Ο ήχος δημιουργείται σ’ αυτά τα όργανα με κτύπημα (χέρια ή επικρουστήρες), τριβή κ.ά. Σημαντική είναι η διαφοροποίηση των κρουστών σε τονικά ή χρωματικά (τύμπανο, σελέστα, ξυλόφωνο κ.ά.) και σε άτονα ή άχρωμα (κρόταλα, τρίγωνο, ντέφι κ.ά.) Oι μπαγκέτες που χρησιμοποιούνται ως πλήκτρα για τα κρουστά όργανα είναι καταρχήν βέργες με ελεύθερο ή επενδυμένο άκρο (). Αυτή η επένδυση είναι διαφορετική, ανάλογα με το όργανο και το συγκεκριμένο ηχόχρωμα που επιδιώκεται. Ειδικότερη αναφορά γίνεται στα επιμέρους όργανα. Τα κρουστά όργανα αποτελούν τις αρχαιότερες διατάξεις που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος για την παραγωγή ήχου. Με τη χρήση τους στη μουσική ενισχύεται η δυναμική και τονίζεται ο ρυθμός του μουσικού κομματιού.
Τύμπανο:
Πρόκειται για μεμβρανόφωνο με συγκεκριμένο ύψος ήχου που αποτελεί το σημαντικότερο κρουστό όργανο της συμφωνικής ορχήστρας. Κατασκευαστικά αποτελείται από ένα ημισφαιρικό ή παραβολοειδές χάλκινο ηχείο, πάνω στο οποίο τεντώνεται μία μεμβράνη από δέρμα ή συνθετικό υλικό. Οι πλαστικές μεμβράνες πλεονεκτούν, επειδή δεν επηρεάζονται από αλλαγές της θερμοκρασίας, υστερούν όμως σε ηχητική απόδοση. Στη μέση του χάλκινου ηχείου υπάρχει οπή, με διάμετρο περί τα 3 cm, για εξισορρόπηση των πιέσεων και μείωση των ηχητικών αποσβέσεων.
Κύμβαλα:
Πρόκειται κατά κανόνα για ένα ζεύγος δίσκων σε μορφή πιάτων (λέγονται και πιάτα ή πιατίνια) από κράμα ορείχαλκου, με πάχος 1-2 χιλ. και διάμετρο από 15 μέχρι 60 εκ. Τα κύμβαλα συγκρατούνται με δερμάτινα λουριά από τον οργανοπαίκτη και συγκρούονται μεταξύ τους. Ο ήχος δημιουργείται με ταλαντώσεις στην περιθωριακή ζώνη των δίσκων. Παραδοσιακά τα κύμβαλα διακρίνονται από το μέγεθός τους στα κινέζικα που είναι μικρότερα και στα τούρκικα που είναι μεγαλύτερης διαμέτρου.Τα κύμβαλα είναι ασιατικής προελεύσεως, αρχικά ως καμπανάκια, τα οποία αργότερα πήραν ανοικτή μορφή και σταδιακά έγιναν σχεδόν επίπεδα. Τα αρχαία ελληνικά κύμβαλα που ήταν ιδιαίτερα μικρά είχαν ευρεία διάδοση και στην υπόλοιπη Ευρώπη περίπου μέχρι τον μεσαίωνα. Το όργανο αυτό έπαψε στη συνέχεια να χρησιμοποιείται στη δυτική μουσική και επανήλθε σε ογκωδέστερη κατασκευή και διαπεραστικό ήχο περί τα τέλη του 17ου αιώνα μέσω της μουσικής των γενιτσάρων του οθωμανικού στρατού. Ακριβώς λόγω αυτής της προελεύσεως, τα κύμβαλα και ο ήχος τους συνδυάζονται παραδοσιακά με το τύμπανο, ιδιαίτερα στα εμβατήρια, στην Jazz και στην ψυχαγωγική μουσική. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις χρησιμοποιούνται συχνά επικρουστήρες (μπαγκέτες) – συνήθως γυμνά ξύλα με σφαιρικά διαμορφωμένη κατάληξη.
Ξυλόφωνο:
Βιμπράφωνο:
Καμπάνες:
‘Οργανο που αποτελείται από χαλύβδινους σωλήνες και παράγει ήχο όμοιο με αυτό της καμπάνας. Στα αγγλκά ονομάζεται chime bells. To όργανο αυτό καλύπτει συνήθως 1 μέχρι 1½ οκτάβα. Στο έργο Το σπίτι με τα κοτίσια πόδια του Μουσόργκσκυ ακούγονται, ανάμεσα σε άλλα κρουστά και οι καμπάνες. Στην ουβερτούρα του έργου 1812 του Τσαϊκόφσκυ ακούγονται, μαζί με το σύνολο των κρουστών, καμπάνες και κανονιοβολισμοί. ‘Εργα για το όργανο αυτό έχουν γραφτεί από τους ‘Ελγκαρ, Κέιτζ κ.ά.
BELLY DANCIN (ΓΙΑ ΤΟ ΧΟΡΌ ΤΗΣ ΚΟΙΛΙΆΣ):
ΚΑΣΤΑΝΙΕΤΕΣ:
Σημαίνει στα ισπανικά επί λέξει μικρά κάστανα και είναι δύο ξύλινες αχιβάδες που ενώνονται με κορδόνι και στερεώνονται στα δάκτυλα ενός χεριού. Με κατάλληλες ρυθμικές κινήσεις του χεριού ακούγεται χαρακτηριστικός, ξερός ήχος ακαθόριστης τονικότητας. Στην ορχήστρα χρησιμοποιείται συνήθως παραλλαγή τους με βραχίoνα.
CAXIXI (Βραζιλιάνικο κρουστό):
ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ:
Πιατίνια ή Κύμβαλα:
Μουσικά Αυγά:
Ζήλιες:
Γκόνκ:
Καλίμπα ή πιάνο χεριών:
Η Kalimba, ή αντίχειρα πιάνο, κατάγεται από την Αφρική. Μεταλλικά πλήκτρα είναι τοποθετημένα σε ένα ξύλινο κουτί που λειτουργεί ως resonating θάλαμο. Για να παίξετε το kalimba, κρατήστε το πιάνο του αντίχειρα μεταξύ των δύο παλάμες των χεριών. Αρκετά καλαμιών ή tines είναι αποπτιλωθεί με τον αντίχειρα ή τα δάκτυλα, τις δονήσεις και το καλάμι είναι πιο αναλυτικός, με κοίλη θέση συντονιστή ή η ηχώ. Το πιάνο του αντίχειρα μπορεί να είναι συντονισμένοι με τις προσωπικές σας προτιμήσεις. Η πλέον έχουν χαμηλότερες θέσεις κλειδιά και έχουν μικρότερη κλειδιά υψηλότερο αγωνιστικούς χώρους. Τα κλειδιά είναι δυνατόν να προσαρμοσθεί με τις υποκλοπές ή να ρυθμίσετε το μήκος τους, και ως εκ τούτου τους αγωνιστικό χώρο.
KOKINKO:
Μαράκες:
Βροχή:
Shakere:
Ashiko:
Bata Drum:
Bendir:
Bodhran:
Μπόνκος:
Cajon:
Conga:
Cuica (βραζιλιάνικο τύμπανο):
Damroo:
Daphli Drum (Ινδικό τύμπανο):
Darbuka:
Νταούλι:
Γκρανκάσσα:
Οι Γκρανκάσσες χρησιμοποιούνται απο φυλάρμονικές ορχήστρες αλλά και απο σχολεία για τις ανάγκες των παρελάσεων.
Dehru Hack Jaldar:
Dhol Drum:
djembe drum (Αφρικής):
Djun-Djun (μπάσο τύμπανο Αφρικής):
Τουμπερλέκι κεραμεικό (Αφρικής):
Τουμπερλέκι απο αλουμίνιο (Αφρικής):
Τουμπερλέκι απο ορείχαλκο (Αφρικής):
Τουμπερλέκι κεραμεικό (Αφρικής):
Τουμπερλεκι απο Χαλκό (Αφρικής)
Τουμπερλέκι απο δέρμα fiberglas (Αφρικής):
Τουμπερλεκι Pearl (Αφρικής):
Τουμπερλέκι απο ξύλο (Αφρικής):
Frame Τυμπανο:
Hudak:
Nagada ή Nagara (Iνδία):
Κανάτα drum:
Kettledrums:
Khamak:
Khol:
Madal:
Monkey drum:
Mridangam:
Naal:
Nakers:
Pakhawaj ή Pakhavaj (Ινδίας):
Pandeiro frame τύμπανο:
Rain drum (drum βροχής):
Slit Log drum (drum σχισμής):
Standing Drum:
Stir Drum (αναδυόμενο drum):
Τabla:
Ταμπούρο drum:
Talking drum:
Ντέφι:
Μικρό ταμπούρο με ή χωρίς μεμβράνη, εφοδιασμένο με κουδουνάκια ή μικρά κύμβαλα. ‘Αλλοτε σείεται στον αέρα και άλλοτε κτυπιέται στο χέρι ή στο σώμα του οργανοπαίκτη. Παράγει σύνθετο ήχο, ανάλογα με την κατασκευή του.
Tar:
Tasha kettledrum:
Timbales:
Tυμπανο drum:
Zarb:
Glockenspiel (μεταλλόφωνο):
Οργανο από ελάσματα χάλυβα ή ελαφρών μετάλλων ίδιου πλάτους και πάχους (25mm x 8 mm), αλλά διαφορετικού μήκους, τοποθετημένα σε επίπεδο ηχείο. Το όργανο καλύπτει συνήθως 2½ με 3 οκτάβες και κατασκευάζεται σε διάφορες τονικότητες. Το κτύπημα στα ελάσματα γίνεται με μπαγκέτες μεταλλικές (οξύς ήχος) ή ξύλινες (ήπιος ήχος).
Κουδούνα:
Πρόκειται για καμπανάκι με γλωσσίδι που κατασκευάζεται για συγκεκριμένο τόνο. Συνδυασμός περισσότερων κουδουνιών δίνει τη δυνατότητα να εκτελεστούν μελωδίες ή συγχορδίες σε αργό ρυθμό. Κουδούνι ή κουδούνα ονομάζεται επίσης ένα δοχείο με παραλλαγές στη μορφή και στον ήχο που έχει κατά κανόνα βουκολική προέλευση και χρησιμοποιείται στη δημοτική μουσική διαφόρων λαών. Σε έργο του Φιλιντόρ ακούγονται κουδούνες με άλλα κρουστά. Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας έχει το όργανο αυτό διαφορετικά ονόματα, ανάλογα και με το σχήμα του, όπως μπούκα(Νάξος), πούγγος (Κάρπαθος), ντρουγγανέλι. (‘Ηπειρος) κ.ά. κρουστά.
Τρίγωνο:
Μεταλλική ράβδος σε σχήμα τριγώνου που χρησιμοποιείται και από τα παιδιά για τα κάλαντα των εορτών . Παράγει λεπτό και διαπεραστικό ήχο,ακαθόριστης τονικότητας.
Ροτοτόμς:
Ροκάνα:
Ο ήχος παράγεται από ξύλινο ή μεταλλικό γλωσσίδι καθώς πηδάει από το ένα αυλάκι στο άλλο στην περίμετρο οδοντωτού τροχού.
ΠΛΗΚΤΡΟΦΟΡΑ
Αρμόνιο:
Συνθεσάιζερ:
Πιάνο τοίχου:
Πιάνο με ουρά:
Ηλεκτρικό πιάνο:
Ακορντεόν:
Όργανο:
Κλειδόχορδο: